εξελίσσομαι

εξελίσσομαι
εξελίσσομαι, εξελίχθηκα και εξελίχτηκα, εξελιγμένος βλ. πίν. 28
——————
Σημειώσεις:
εξελίσσομαι : απαντάται σπάνια στην ενεργητική φωνή (εξελίσσω) με την έννοια αναπτύσσω, βελτιώνω προοδευτικά.
Η μτχ. εξελιγμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο ( αυτός που βρίσκεται σε ανώτερο στάδιο εξέλιξης, προόδου, πολιτισμού).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …   Dictionary of Greek

  • διαδραματίζω — (Α διαδραματίζω) νεοελλ. 1. μετέχω σε κάποια δράση ως πρόσωπο δράματος 2. μετέχω σε δράση ή διαδικασίες, ασκώ επιρροή σε εξελίξεις 3. διαδραματίζομαι εξελίσσομαι, γίνομαι, συμβαίνω (κατά δραματικό τρόπο) αρχ. παριστάνω δράμα μέχρι τέλους …   Dictionary of Greek

  • εκτυλίσσω — και ξετυλίγω (AM ἐκτυλίσσω) ξετυλίγω, ξεδιπλώνω αναπτύσσω κάτι τυλιγμένο νεοελλ. μέσ. εκτυλίσσομαι (για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παρουσιάζω διαδοχικές φάσεις …   Dictionary of Greek

  • εξαλλάσσω — ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [αλλάσσω] αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.) 2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας… …   Dictionary of Greek

  • ευθυπορώ — (ΑΜ εὐθυπορῶ, έω) [ευθύπορος] πορεύομαι σε ευθεία γραμμή, προχωρώ ίσια στον δρόμο («ἀπεῑργον εὐθυπορεῑν πρὸς τὴν σύμμαχον Κατάνην», Διόδ.) αρχ. μσν. 1. ζω ενάρετη ζωή αρχ. (για τη λειτουργία τής θρέψης) προχωρώ ομαλά, φυσιολογικά («εὐθυπορούσης… …   Dictionary of Greek

  • καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …   Dictionary of Greek

  • καλπάζω — (Μ καλπάζω) [κάλπη (II)] (για άλογο) τρέχω με καλπασμό νεοελλ. 1. (για ιππέα) ιππεύω άλογο που καλπάζει 2. μτφ. προχωρώ αλματωδώς, εξελίσσομαι γρήγορα («ο πληθωρισμός καλπάζει») 3. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καλπάζουσα (ενν. φυματίωση) οξεία …   Dictionary of Greek

  • κατοκνώ — (ΑΜ κατοκνῶ, έω) δειλιάζω, διστάζω να κάνω κάτι από ατολμία ή από φόβο («μὴ κατόκνει μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι πρὸς τοὺς διδάσκειν τι χρήσιμον ἐπαγγελομένους», Ισοκρ.) μσν. (για διήγηση) εξελίσσομαι αργά, τραβώ σε μάκρος αρχ. είμαι νωθρός, αδρανώ… …   Dictionary of Greek

  • ξετυλίγω — και ξετυλίζω και ξετυλίσσω 1. ξεκουθαριάζω νήμα, εκτυλίσσω 2. ξεδιπλώνω κάτι τυλιγμένο ή συσκευασμένο σε πακέτο, αφαιρώ το περιτύλιγμα («ξετύλιξε το κουτί να δούμε τι έχει μέσα») 3. μέσ. ξετυλίγομαι μτφ. (για οδό, τοπίο, θέαμα ή για… …   Dictionary of Greek

  • ορθοπατώ — 1. στέκομαι όρθιος, βρίσκομαι σε όρθια στάση 2. μτφ. εξελίσσομαι καλά, ευδοκιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”